Κατά την εκτίμησή μου, η ελληνική κοινή γνώμη διαμορφώνεται σε λάθος κατεύθυνση σε σχέση με την Τουρκία. Η άποψη που επικρατεί και αναπαράγεται από τα περισσότερα ΜΜΕ και αρκετούς πολιτικούς είναι ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια Τουρκία που θέλει να μας επιβάλει τους όρους της, έχοντας μετατραπεί σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την τελευταία εικοσαετία ο ευρύτερος συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας άλλαξε σε βάρος μας. Εμάς μας ρήμαξε η κρίση που εκδηλώθηκε το 2008-2009 και η αναγκαστική αντιμετώπισή της. Αντίθετα, η Τουρκία έχει πίσω της μία δεκαπενταετία εντυπωσιακής οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Με ΑΕΠ πολλαπλάσιο του ελληνικού και με έναν νεανικό πληθυσμό 80 εκατομμυρίων –με τον δικό μας να είναι γύρω στα 10 εκατομμύρια και αρκετά γερασμένος–, η Τουρκία δείχνει πιο ισχυρή και δυναμική.

Το βασικό λάθος αυτής της προσέγγισης είναι ότι περιορίζει τον συσχετισμό δυνάμεων σε μια απευθείας σύγκριση, ενώ η σύγχρονη πραγματικότητα είναι εξαιρετικά σύνθετη. Η σημαντική περιφερειακή δύναμη Τουρκία έχει εσωτερικές αντιφάσεις, αδυναμίες, υποχρεώσεις, που περιορίζουν τις δυνατότητές της σε σχέση με την Ελλάδα. Από την πλευρά μας, έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα, τα οποία φροντίζει να ενισχύει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που ενισχύουν συνολικά τη θέση μας έναντι της Τουρκίας. Άλλωστε είμαστε μια χώρα με πιο ώριμο και σταθερό πολιτικό σύστημα, με μεγαλύτερη εθνική και κοινωνική συνοχή και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για την προοπτική της.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι πρέπει να υπερτιμούμε τις δυνάμεις μας ή να θεωρούμε την Τουρκία υποδεέστερη. Σημαίνουν όμως ότι δεν χρειάζεται να δημιουργούμε ψυχολογική πίεση στον εαυτό μας, ούτε να παρακολουθούμε τους Τούρκους αξιωματούχους στη διαρκή εκδήλωση ανασφάλειας που τους χαρακτηρίζει.

Το μήνυμα της Συρίας

Η «παντοδυναμία» Ερντογάν δοκιμάζεται με τον σκληρότερο τρόπο στη Συρία και ειδικά στην περιοχή της Ιντλίμπ. Χωρίς απαραίτητα να φταίει η Τουρκία, έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση που δείχνει τα όρια της νεο-οθωμανικής στρατηγικής του Ερντογάν.

Τα τουρκικά στρατεύματα έχουν προωθηθεί στην Ιντλίμπ και στην ευρύτερη περιοχή της στη βάση της ρωσοτουρκικής συμφωνίας που υπογράφηκε στο Σότσι τον Σεπτέμβριο του 2018 και αποσκοπούσε στη δημιουργία «αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης».

Οι Ρώσοι θα συγκρατούσαν τα στρατεύματα του Άσαντ, τα οποία επικρατούν στον εμφύλιο της Συρίας με τη δική τους βοήθεια, και από την πλευρά τους οι Τούρκοι θα ήλεγχαν τους αντικαθεστωτικούς που έχουν συγκεντρωθεί στην ευρύτερη περιοχή της Ιντλίμπ, την τελευταία που ελέγχουν μετά από έναν σκληρό εμφύλιο που ξεκίνησε το 2011 και φαίνεται να πλησιάζει σε ένα τραγικό τέλος.

Οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τον πλήρη έλεγχο της Ιντλίμπ. Οι αντικαθεστωτικοί, που χρηματοδοτούνται από αυτούς, έχασαν τη μάχη από τους πιο καλά οργανωμένους τζιχαντιστές κι έτσι 3 εκατομμύρια κάτοικοι και πρόσφυγες της περιοχής έχουν μετατραπεί σε ένα είδος ανθρώπινης ασπίδας 20.000-25.000 τζιχαντιστών. Σύμφωνα με τις καταγγελίες της κυβέρνησης της Συρίας στον ΟΗΕ –οι οποίες δεν είναι απαραίτητα αξιόπιστες–, οι τζιχαντιστές που έχουν συγκεντρωθεί στην Ιντλίμπ προέρχονται από 50 χώρες. Μεταξύ αυτών φαίνεται να υπάρχει και ισχυρή παρουσία Τσετσένων ισλαμιστών, γεγονός που ενισχύει την αποφασιστικότητα των Ρώσων να συμβάλουν στην «εκκαθάριση» της περιοχής.

Από την πλευρά του, το καθεστώς Άσαντ, ενθαρρυμένο από τις στρατιωτικές επιτυχίες του, οι οποίες στηρίζονται στη ρωσική πολεμική αεροπορία και σε στρατιωτικές δυνάμεις του Ιράν, δείχνει αποφασισμένο να ελέγξει το σύνολο της Συρίας. Τα στρατεύματά του έχουν διεισδύσει στην ευρύτερη περιοχή της Ιντλίμπ, έχουν ελέγξει για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου τον στρατηγικής σημασίας αυτοκινητόδρομο Μ5 και έχουν συνδέσει ξανά αεροπορικώς το Αλέπι με μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.

Ανθρωπιστική τραγωδία

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν τα στρατεύματα της Συρίας θεωρούνται από πολλούς εγκλήματα πολέμου. Ο βομβαρδισμός των πόλεων είναι ανηλεής, χρησιμοποιούνται οι λεγόμενες «βόμβες βαρελιού», που είναι σχεδιασμένες να σπέρνουν τον όλεθρο στους αμάχους, ενώ χτυπιούνται συστηματικά όλες οι κοινωνικές υποδομές, συμπεριλαμβανομένων των νοσοκομείων.

Υπολογίζεται ότι από τα τέλη του 2019 η προέλαση των στρατευμάτων του Άσαντ έχει δημιουργήσει 750.000-900.000 νέους πρόσφυγες, με πολλούς από αυτούς να είναι αντικαθεστωτικοί που κατέφυγαν από άλλα μέρη της Συρίας στη σχετική ασφάλεια της Ιντλίμπ.

Με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, το μόνο που μπορεί να κάνει ο Ερντογάν είναι να σώσει τα προσχήματα μέσα από μια νέα συνεννόηση με τον Πούτιν, η οποία θα καθυστερήσει κάπως τις εξελίξεις, χωρίς να επηρεάσει τη δυναμική που ήδη εκδηλώνεται.

Διπλή αποτυχία

Ο Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια διπλή αποτυχία. Μπορεί να δηλώνει κάθε τόσο ότι τα τουρκικά στρατεύματα θα δώσουν ένα σκληρό μάθημα στα στρατεύματα του Άσαντ αν συνεχίσουν να προωθούν τις θέσεις τους στην Ιντλίμπ, αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημά του.

Όσο περισσότερο βυθίζονται τουρκικά στρατεύματα στον εμφύλιο της Συρίας, τόσο μεγαλώνουν οι πιθανότητες για πολύ σοβαρές απώλειες. Δεν μπορούν να τα βάλουν με τους τζιχαντιστές «συμμάχους» τους, γιατί οι τελευταίοι είναι έμπειροι, αποφασισμένοι και ειδικοί στον ανορθόδοξο πόλεμο. Δεν μπορούν να τα βάλουν με τα στρατεύματα του Άσαντ, γιατί πρόκειται για φανατικούς που ζητάνε εκδίκηση στο πλαίσιο ενός ανελέητου εμφυλίου και υποστηρίζονται στην ευρύτερη περιοχή από τη ρωσική πολεμική αεροπορία, που έχει την κυριαρχία των αιθέρων.

Κατά συνέπεια, το μόνο που μπορεί να κάνει ο Ερντογάν είναι να διαμαρτύρεται, να διατυπώνει απειλές και να μετράει νεκρούς και τραυματίες στρατιωτικούς.

Δοκιμάζεται επίσης η πολιτική αντοχή του από το νέο κύμα προσφύγων που δημιουργείται και κατευθύνεται προς την Τουρκία. Οι άμαχοι που φεύγουν από την Ιντλίμπ θέλουν να πάνε στην Τουρκία, επειδή είναι η πιο κοντινή χώρα αλλά και επειδή η Τουρκία έπαιξε όλα αυτά τα χρόνια ρόλο πρωταγωνιστή στην προσπάθεια αποσταθεροποίησης του καθεστώτος Άσαντ και τους υποστήριξε με διάφορους τρόπους στον εμφύλιο.

Το νέο κύμα προσφύγων οδηγεί σε πλήρη κατάρρευση την πολιτική του Ερντογάν σε σχέση με τον έλεγχο περιοχών της Συρίας στις οποίες κυριαρχεί το κουρδικό στοιχείο αλλά οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής θέλουν να μετατρέψουν σε «ζώνη ασφαλείας», στην οποία θα εγκατασταθούν Σύροι πρόσφυγες που έχουν καταφύγει στην Τουρκία.

Ο αριθμός των Σύρων προσφύγων στην Τουρκία ξεπερνάει τα 3,5 εκατομμύρια. Στην αρχή αξιοποιήθηκαν σαν καλό και φτηνό εργατικό δυναμικό, στη συνέχεια όμως η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας άρχισε να αναδεικνύει σοβαρά κοινωνικά προβλήματα.

Ο Ερντογάν και οι βασικοί συνεργάτες του θεωρούν ότι έχασαν τις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη εξαιτίας της υπερσυγκέντρωσης Σύρων προσφύγων, φθειρόμενοι πολιτικά από την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Οργανώνοντας την εισβολή στις ουσιαστικά αυτόνομες περιοχές της Συρίας που ελέγχονταν από τους Κούρδους, το καθεστώς προσπάθησε να συνδυάσει την παραδοσιακή καταπίεση των Κούρδων με τη μορφή της «πάταξης της τρομοκρατίας» με την απομάκρυνση εκατομμυρίων Σύρων από την Τουρκία, οι οποίοι θα εγκαθίσταντο στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας υπό τουρκικό πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο.

Στην αντίληψη του Ερντογάν, η Ε.Ε. είχε υποχρέωση να χρηματοδοτήσει τη μετεγκατάσταση των Σύρων προσφύγων από την Τουρκία στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας.

Πλήρης κατάρρευση

Η τουρκική ηγεσία διαπιστώνει τώρα την πλήρη κατάρρευση του σχεδιασμού της.

Πρώτον, η Άγκυρα δεν έχει μπροστά της μια μείωση των 3,5 εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων που βρίσκονται στην Τουρκία, αλλά πιθανότατα την αύξησή τους σε 4 ή και 4,5 εκατομμύρια.

Δεύτερον, όχι μόνο δεν υπήρξε διεθνής χρηματοδότηση για την αλλαγή της σύνθεσης του πληθυσμού στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας που έχουν καταλάβει οι Τούρκοι αλλά σημειώνονται και αρνητικές οικονομικές αντιδράσεις.

Ενδεικτική η απόφαση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen να «παγώσει» μια τεράστια επένδυση στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης μέχρις ότου ξεκαθαρίσει ο Ερντογάν τη στάση του σε σχέση με τις περιοχές των Κούρδων της Συρίας.

Τρίτον και σημαντικότερο, η προώθηση τουρκικών στρατευμάτων σε περιοχές της Συρίας από την Ιντλίμπ μέχρι την Αφρίν, που βρίσκονται κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, θεωρήθηκε επίδειξη ισχύος του Ερντογάν και ενίσχυσε προσωρινά τη δημοτικότητά του.

Τώρα, που αποκαλύπτεται η στρατιωτική και πολιτική αδυναμία της Τουρκίας στην Ιντλίμπ και γενικότερα στη Συρία, ο Ερντογάν κινδυνεύει να βρεθεί σε δύσκολη θέση στο εσωτερικό της Τουρκίας.